ἐραννός — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννά — ἐραννός lovely neut nom/voc/acc pl ἐραννά̱ , ἐραννός lovely fem nom/voc/acc dual ἐραννά̱ , ἐραννός lovely fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννόν — ἐραννός lovely masc acc sg ἐραννός lovely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανναῖς — ἐραννός lovely fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννοῦ — ἐραννός lovely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννῆς — ἐραννός lovely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννή — ἐραννός lovely fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραννήν — ἐραννός lovely fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
ἐραννάν — ἐραννά̱ν , ἐραννός lovely fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)